- κυάθειον
- κυάθειον, τὸ (Α)βλ. κυάθιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυάθεια — κυάθειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάθιο — Ταξιανθία που συναντάται στα μέλη της οικογένειας των ευφορβιιδών. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσαν το κ. ερμαφρόδιτο λουλούδι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άθροισμα λουλουδιών. Το κεντρικό θηλυκό άνθος βρίσκεται πάνω σε ευλύγιστο ποδίσκο… … Dictionary of Greek
κυαθέα — η βοτ. γένος πτερίδων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη τής οικογένειας κυαθεΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyathea < νεώτ. λατ. cyathea < κυάθειον < κύαθος] … Dictionary of Greek
căţuie — CĂŢÚIE, căţui, s.f. Vas de metal sau de pământ în care se ard mirodenii. [var.: (reg.) căţíe s.f.] – cf. ngr. k a t d z í lopăţică pentru jeratic . Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98 CĂŢÚIE s. v. afumătoare … Dicționar Român